- ηρώειον
- ἡρώειον, το (Α)το ηρώο, το μνημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + επίθημα –ειον (πρβλ. Βασίλ-ειον, στιβάδ-ειον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek